αστερωμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αστερωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αστερώνω
Μετοχή επεξεργασία
αστερωμένος
- γεμάτος αστέρια
- δεν έχει σύννεφα απόψε κι ο ουρανός είναι αστερωμένος
Μεταφράσεις επεξεργασία
αστερωμένος
|