Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αστερωμένος η αστερωμένη το αστερωμένο
      γενική του αστερωμένου της αστερωμένης του αστερωμένου
    αιτιατική τον αστερωμένο την αστερωμένη το αστερωμένο
     κλητική αστερωμένε αστερωμένη αστερωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αστερωμένοι οι αστερωμένες τα αστερωμένα
      γενική των αστερωμένων των αστερωμένων των αστερωμένων
    αιτιατική τους αστερωμένους τις αστερωμένες τα αστερωμένα
     κλητική αστερωμένοι αστερωμένες αστερωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αστερωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αστερώνω

  Μετοχή επεξεργασία

αστερωμένος

  • γεμάτος αστέρια
    δεν έχει σύννεφα απόψε κι ο ουρανός είναι αστερωμένος

  Μεταφράσεις επεξεργασία