αστερωμένων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασίααστερωμένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του αστερωμένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του αστερωμένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του αστερωμένος
αστερωμένων