καταϋποχρεωμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- καταϋποχρεωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου καταϋποχρεώνω
Μετοχή
επεξεργασία
καταϋποχρεωμένος, -η, -ο
- που αισθάνεται έντονο αίσθημα ευγνωμοσύνης, ευγνώμων
- σας είμαι καταϋποχρεωμένος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
καταϋποχρεωμένος
|