Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
επικεντρωμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
επικεντρωμέν
ος
η
επικεντρωμέν
η
το
επικεντρωμέν
ο
γενική
του
επικεντρωμέν
ου
της
επικεντρωμέν
ης
του
επικεντρωμέν
ου
αιτιατική
τον
επικεντρωμέν
ο
την
επικεντρωμέν
η
το
επικεντρωμέν
ο
κλητική
επικεντρωμέν
ε
επικεντρωμέν
η
επικεντρωμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
επικεντρωμέν
οι
οι
επικεντρωμέν
ες
τα
επικεντρωμέν
α
γενική
των
επικεντρωμέν
ων
των
επικεντρωμέν
ων
των
επικεντρωμέν
ων
αιτιατική
τους
επικεντρωμέν
ους
τις
επικεντρωμέν
ες
τα
επικεντρωμέν
α
κλητική
επικεντρωμέν
οι
επικεντρωμέν
ες
επικεντρωμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
επικεντρωμένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
επικεντρώνω
,
επικεντρώνομαι
Μεταφράσεις
επεξεργασία
επικεντρωμένος