↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επικεντρωμένος η επικεντρωμένη το επικεντρωμένο
      γενική του επικεντρωμένου της επικεντρωμένης του επικεντρωμένου
    αιτιατική τον επικεντρωμένο την επικεντρωμένη το επικεντρωμένο
     κλητική επικεντρωμένε επικεντρωμένη επικεντρωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επικεντρωμένοι οι επικεντρωμένες τα επικεντρωμένα
      γενική των επικεντρωμένων των επικεντρωμένων των επικεντρωμένων
    αιτιατική τους επικεντρωμένους τις επικεντρωμένες τα επικεντρωμένα
     κλητική επικεντρωμένοι επικεντρωμένες επικεντρωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

επικεντρωμένος, -η, -ο




  Μεταφράσεις

επεξεργασία