επικεντρώνομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.pi.cenˈdɾo.no.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πι‐κε‐ντρώ‐νο‐μαι
Ρήμα
επεξεργασίαεπικεντρώνομαι, π.αόρ.: επικεντρώθηκα, μτχ.π.π.: επικεντρωμένος, (ενεργ.: επικεντρώνω)
- παθητική φωνή του ρήματος επικεντρώνω → δείτε και την κλίση