Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
καρικωμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Αντώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
καρικωμέν
ος
η
καρικωμέν
η
το
καρικωμέν
ο
γενική
του
καρικωμέν
ου
της
καρικωμέν
ης
του
καρικωμέν
ου
αιτιατική
τον
καρικωμέν
ο
την
καρικωμέν
η
το
καρικωμέν
ο
κλητική
καρικωμέν
ε
καρικωμέν
η
καρικωμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
καρικωμέν
οι
οι
καρικωμέν
ες
τα
καρικωμέν
α
γενική
των
καρικωμέν
ων
των
καρικωμέν
ων
των
καρικωμέν
ων
αιτιατική
τους
καρικωμέν
ους
τις
καρικωμέν
ες
τα
καρικωμέν
α
κλητική
καρικωμέν
οι
καρικωμέν
ες
καρικωμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
καρικωμένος
:
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
καρικώνω
Μετοχή
επεξεργασία
καρικωμένος, -η, -ο
που έχει
καρικωθεί
Αντώνυμα
επεξεργασία
ακαρίκωτος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
καρικωμένος
αγγλικά
:
darned
(en)