εκτυφλωμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εκτυφλωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εκτυφλώνω
Μετοχή
επεξεργασίαεκτυφλωμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη εκτυφλώνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία εκτυφλωμένος
|
εκτυφλωμένος, -η, -ο
|