Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εκτυφλωμένος η εκτυφλωμένη το εκτυφλωμένο
      γενική του εκτυφλωμένου της εκτυφλωμένης του εκτυφλωμένου
    αιτιατική τον εκτυφλωμένο την εκτυφλωμένη το εκτυφλωμένο
     κλητική εκτυφλωμένε εκτυφλωμένη εκτυφλωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εκτυφλωμένοι οι εκτυφλωμένες τα εκτυφλωμένα
      γενική των εκτυφλωμένων των εκτυφλωμένων των εκτυφλωμένων
    αιτιατική τους εκτυφλωμένους τις εκτυφλωμένες τα εκτυφλωμένα
     κλητική εκτυφλωμένοι εκτυφλωμένες εκτυφλωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

εκτυφλωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εκτυφλώνω

  Μετοχή επεξεργασία

εκτυφλωμένος, -η, -ο

→ δείτε τη λέξη εκτυφλώνω

  Μεταφράσεις επεξεργασία