Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εξιλεωμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
εξιλεωμέν
ος
η
εξιλεωμέν
η
το
εξιλεωμέν
ο
γενική
του
εξιλεωμέν
ου
της
εξιλεωμέν
ης
του
εξιλεωμέν
ου
αιτιατική
τον
εξιλεωμέν
ο
την
εξιλεωμέν
η
το
εξιλεωμέν
ο
κλητική
εξιλεωμέν
ε
εξιλεωμέν
η
εξιλεωμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
εξιλεωμέν
οι
οι
εξιλεωμέν
ες
τα
εξιλεωμέν
α
γενική
των
εξιλεωμέν
ων
των
εξιλεωμέν
ων
των
εξιλεωμέν
ων
αιτιατική
τους
εξιλεωμέν
ους
τις
εξιλεωμέν
ες
τα
εξιλεωμέν
α
κλητική
εξιλεωμέν
οι
εξιλεωμέν
ες
εξιλεωμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
εξιλεωμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
εξιλεώνω
Μετοχή
επεξεργασία
εξιλεωμένος, -η, -ο
→
δείτε
τη λέξη
εξιλεώνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εξιλεωμένος