εφυαλωμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εφυαλωμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου εφυαλώνω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.fi.a.loˈme.nos/
Μετοχή
επεξεργασίαεφυαλωμένος -η -ο
- που έχει υποστεί εφυάλωση
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία εφυαλωμένος
|