Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εφυαλώνω < εφ- + ύαλος + -ώνω ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική vitrifier)

  Ρήμα επεξεργασία

εφυαλώνω (παθητική φωνή: εφυαλώνομαι)

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία