εφυαλώνομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαεφυαλώνομαι
- παθητική φωνή του ρήματος εφυαλώνω
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εφυαλώνομαι | εφυαλωνόμουν(α) | θα εφυαλώνομαι | να εφυαλώνομαι | ||
β' ενικ. | εφυαλώνεσαι | εφυαλωνόσουν(α) | θα εφυαλώνεσαι | να εφυαλώνεσαι | (εφυαλώνου) | |
γ' ενικ. | εφυαλώνεται | εφυαλωνόταν(ε) | θα εφυαλώνεται | να εφυαλώνεται | ||
α' πληθ. | εφυαλωνόμαστε | εφυαλωνόμαστε εφυαλωνόμασταν |
θα εφυαλωνόμαστε | να εφυαλωνόμαστε | ||
β' πληθ. | εφυαλώνεστε | εφυαλωνόσαστε εφυαλωνόσασταν |
θα εφυαλώνεστε | να εφυαλώνεστε | (εφυαλώνεστε) | |
γ' πληθ. | εφυαλώνονται | εφυαλώνονταν εφυαλωνόντουσαν |
θα εφυαλώνονται | να εφυαλώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εφυαλώθηκα | θα εφυαλωθώ | να εφυαλωθώ | εφυαλωθεί | ||
β' ενικ. | εφυαλώθηκες | θα εφυαλωθείς | να εφυαλωθείς | εφυαλώσου | ||
γ' ενικ. | εφυαλώθηκε | θα εφυαλωθεί | να εφυαλωθεί | |||
α' πληθ. | εφυαλωθήκαμε | θα εφυαλωθούμε | να εφυαλωθούμε | |||
β' πληθ. | εφυαλωθήκατε | θα εφυαλωθείτε | να εφυαλωθείτε | εφυαλωθείτε | ||
γ' πληθ. | εφυαλώθηκαν εφυαλωθήκαν(ε) |
θα εφυαλωθούν(ε) | να εφυαλωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω εφυαλωθεί | είχα εφυαλωθεί | θα έχω εφυαλωθεί | να έχω εφυαλωθεί | εφυαλωμένος | |
β' ενικ. | έχεις εφυαλωθεί | είχες εφυαλωθεί | θα έχεις εφυαλωθεί | να έχεις εφυαλωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει εφυαλωθεί | είχε εφυαλωθεί | θα έχει εφυαλωθεί | να έχει εφυαλωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε εφυαλωθεί | είχαμε εφυαλωθεί | θα έχουμε εφυαλωθεί | να έχουμε εφυαλωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε εφυαλωθεί | είχατε εφυαλωθεί | θα έχετε εφυαλωθεί | να έχετε εφυαλωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν εφυαλωθεί | είχαν εφυαλωθεί | θα έχουν εφυαλωθεί | να έχουν εφυαλωθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία εφυαλώνομαι
|