Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κρασωμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
κρασωμέν
ος
η
κρασωμέν
η
το
κρασωμέν
ο
γενική
του
κρασωμέν
ου
της
κρασωμέν
ης
του
κρασωμέν
ου
αιτιατική
τον
κρασωμέν
ο
την
κρασωμέν
η
το
κρασωμέν
ο
κλητική
κρασωμέν
ε
κρασωμέν
η
κρασωμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
κρασωμέν
οι
οι
κρασωμέν
ες
τα
κρασωμέν
α
γενική
των
κρασωμέν
ων
των
κρασωμέν
ων
των
κρασωμέν
ων
αιτιατική
τους
κρασωμέν
ους
τις
κρασωμέν
ες
τα
κρασωμέν
α
κλητική
κρασωμέν
οι
κρασωμέν
ες
κρασωμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
κρασωμένος
<
→
λείπει η ετυμολογία
Μετοχή
επεξεργασία
κρασωμένος
(
οικείο
)
μεθυσμένος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κρασωμένος
→
δείτε
τη λέξη
μεθυσμένος