↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αποθεωμένος η αποθεωμένη το αποθεωμένο
      γενική του αποθεωμένου της αποθεωμένης του αποθεωμένου
    αιτιατική τον αποθεωμένο την αποθεωμένη το αποθεωμένο
     κλητική αποθεωμένε αποθεωμένη αποθεωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αποθεωμένοι οι αποθεωμένες τα αποθεωμένα
      γενική των αποθεωμένων των αποθεωμένων των αποθεωμένων
    αιτιατική τους αποθεωμένους τις αποθεωμένες τα αποθεωμένα
     κλητική αποθεωμένοι αποθεωμένες αποθεωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αποθεωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αποθεώνω

αποθεωμένος, -η, -ο

→ δείτε τη λέξη αποθεώνω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία