Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αποθεωμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αποθεωμέν
ος
η
αποθεωμέν
η
το
αποθεωμέν
ο
γενική
του
αποθεωμέν
ου
της
αποθεωμέν
ης
του
αποθεωμέν
ου
αιτιατική
τον
αποθεωμέν
ο
την
αποθεωμέν
η
το
αποθεωμέν
ο
κλητική
αποθεωμέν
ε
αποθεωμέν
η
αποθεωμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αποθεωμέν
οι
οι
αποθεωμέν
ες
τα
αποθεωμέν
α
γενική
των
αποθεωμέν
ων
των
αποθεωμέν
ων
των
αποθεωμέν
ων
αιτιατική
τους
αποθεωμέν
ους
τις
αποθεωμέν
ες
τα
αποθεωμέν
α
κλητική
αποθεωμέν
οι
αποθεωμέν
ες
αποθεωμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αποθεωμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
αποθεώνω
Μετοχή
επεξεργασία
αποθεωμένος, -η, -ο
→
δείτε
τη λέξη
αποθεώνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αποθεωμένος