↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο θαμπωμένος η θαμπωμένη το θαμπωμένο
      γενική του θαμπωμένου της θαμπωμένης του θαμπωμένου
    αιτιατική τον θαμπωμένο τη θαμπωμένη το θαμπωμένο
     κλητική θαμπωμένε θαμπωμένη θαμπωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι θαμπωμένοι οι θαμπωμένες τα θαμπωμένα
      γενική των θαμπωμένων των θαμπωμένων των θαμπωμένων
    αιτιατική τους θαμπωμένους τις θαμπωμένες τα θαμπωμένα
     κλητική θαμπωμένοι θαμπωμένες θαμπωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
θαμπωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου θαμπώνω

θαμπωμένος, -η, -ο

  1. που έχει θαμπωθεί από μια λάμψη
  2. (μεταφορικά) εντυπωσιασμένος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία