θαμπωμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- θαμπωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου θαμπώνω
Μετοχή επεξεργασία
θαμπωμένος, -η, -ο
- που έχει θαμπωθεί από μια λάμψη
- (μεταφορικά) εντυπωσιασμένος
Μεταφράσεις επεξεργασία
θαμπωμένος
|