θαμπωμένων
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος μετοχής επεξεργασία
θαμπωμένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του θαμπωμένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του θαμπωμένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του θαμπωμένος
θαμπωμένων