διπλοκλειδωμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- διπλοκλειδωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου διπλοκλειδώνω
Μετοχή επεξεργασία
διπλοκλειδωμένος -η -ο
- που τον έχουν κλειδώσει δυο φορές
Μεταφράσεις επεξεργασία
διπλοκλειδωμένος
|