Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
καρυδωμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
καρυδωμέν
ος
η
καρυδωμέν
η
το
καρυδωμέν
ο
γενική
του
καρυδωμέν
ου
της
καρυδωμέν
ης
του
καρυδωμέν
ου
αιτιατική
τον
καρυδωμέν
ο
την
καρυδωμέν
η
το
καρυδωμέν
ο
κλητική
καρυδωμέν
ε
καρυδωμέν
η
καρυδωμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
καρυδωμέν
οι
οι
καρυδωμέν
ες
τα
καρυδωμέν
α
γενική
των
καρυδωμέν
ων
των
καρυδωμέν
ων
των
καρυδωμέν
ων
αιτιατική
τους
καρυδωμέν
ους
τις
καρυδωμέν
ες
τα
καρυδωμέν
α
κλητική
καρυδωμέν
οι
καρυδωμέν
ες
καρυδωμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
καρυδωμένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
καρυδώνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
καρυδωμένος