καρυδώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καρυδώνω < καρύδι
Ρήμα
επεξεργασίακαρυδώνω
- στραγγαλίζω κάποιον, του σφίγγω το καρύδι στο λαιμό
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | καρυδώνω | καρύδωνα | θα καρυδώνω | να καρυδώνω | καρυδώνοντας | |
β' ενικ. | καρυδώνεις | καρύδωνες | θα καρυδώνεις | να καρυδώνεις | καρύδωνε | |
γ' ενικ. | καρυδώνει | καρύδωνε | θα καρυδώνει | να καρυδώνει | ||
α' πληθ. | καρυδώνουμε | καρυδώναμε | θα καρυδώνουμε | να καρυδώνουμε | ||
β' πληθ. | καρυδώνετε | καρυδώνατε | θα καρυδώνετε | να καρυδώνετε | καρυδώνετε | |
γ' πληθ. | καρυδώνουν(ε) | καρύδωναν καρυδώναν(ε) |
θα καρυδώνουν(ε) | να καρυδώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | καρύδωσα | θα καρυδώσω | να καρυδώσω | καρυδώσει | ||
β' ενικ. | καρύδωσες | θα καρυδώσεις | να καρυδώσεις | καρύδωσε | ||
γ' ενικ. | καρύδωσε | θα καρυδώσει | να καρυδώσει | |||
α' πληθ. | καρυδώσαμε | θα καρυδώσουμε | να καρυδώσουμε | |||
β' πληθ. | καρυδώσατε | θα καρυδώσετε | να καρυδώσετε | καρυδώστε | ||
γ' πληθ. | καρύδωσαν καρυδώσαν(ε) |
θα καρυδώσουν(ε) | να καρυδώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω καρυδώσει | είχα καρυδώσει | θα έχω καρυδώσει | να έχω καρυδώσει | ||
β' ενικ. | έχεις καρυδώσει | είχες καρυδώσει | θα έχεις καρυδώσει | να έχεις καρυδώσει | ||
γ' ενικ. | έχει καρυδώσει | είχε καρυδώσει | θα έχει καρυδώσει | να έχει καρυδώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε καρυδώσει | είχαμε καρυδώσει | θα έχουμε καρυδώσει | να έχουμε καρυδώσει | ||
β' πληθ. | έχετε καρυδώσει | είχατε καρυδώσει | θα έχετε καρυδώσει | να έχετε καρυδώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν καρυδώσει | είχαν καρυδώσει | θα έχουν καρυδώσει | να έχουν καρυδώσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία καρυδώνω
|