Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αξιωμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αξιωμέν
ος
η
αξιωμέν
η
το
αξιωμέν
ο
γενική
του
αξιωμέν
ου
της
αξιωμέν
ης
του
αξιωμέν
ου
αιτιατική
τον
αξιωμέν
ο
την
αξιωμέν
η
το
αξιωμέν
ο
κλητική
αξιωμέν
ε
αξιωμέν
η
αξιωμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αξιωμέν
οι
οι
αξιωμέν
ες
τα
αξιωμέν
α
γενική
των
αξιωμέν
ων
των
αξιωμέν
ων
των
αξιωμέν
ων
αιτιατική
τους
αξιωμέν
ους
τις
αξιωμέν
ες
τα
αξιωμέν
α
κλητική
αξιωμέν
οι
αξιωμέν
ες
αξιωμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αξιωμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
αξιώνω
Μετοχή
επεξεργασία
αξιωμένος, -η, -ο
→
δείτε
τη λέξη
αξιώνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αξιωμένος