↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αξιωμένος η αξιωμένη το αξιωμένο
      γενική του αξιωμένου της αξιωμένης του αξιωμένου
    αιτιατική τον αξιωμένο την αξιωμένη το αξιωμένο
     κλητική αξιωμένε αξιωμένη αξιωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αξιωμένοι οι αξιωμένες τα αξιωμένα
      γενική των αξιωμένων των αξιωμένων των αξιωμένων
    αιτιατική τους αξιωμένους τις αξιωμένες τα αξιωμένα
     κλητική αξιωμένοι αξιωμένες αξιωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αξιωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αξιώνω

αξιωμένος, -η, -ο

→ δείτε τη λέξη αξιώνω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία