Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ασταρωμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ασταρωμέν
ος
η
ασταρωμέν
η
το
ασταρωμέν
ο
γενική
του
ασταρωμέν
ου
της
ασταρωμέν
ης
του
ασταρωμέν
ου
αιτιατική
τον
ασταρωμέν
ο
την
ασταρωμέν
η
το
ασταρωμέν
ο
κλητική
ασταρωμέν
ε
ασταρωμέν
η
ασταρωμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ασταρωμέν
οι
οι
ασταρωμέν
ες
τα
ασταρωμέν
α
γενική
των
ασταρωμέν
ων
των
ασταρωμέν
ων
των
ασταρωμέν
ων
αιτιατική
τους
ασταρωμέν
ους
τις
ασταρωμέν
ες
τα
ασταρωμέν
α
κλητική
ασταρωμέν
οι
ασταρωμέν
ες
ασταρωμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
ασταρωμένος
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
ασταρώνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ασταρωμένος