εγκαρδιωμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εγκαρδιωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εγκαρδιώνω
Μετοχή
επεξεργασίαεγκαρδιωμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη εγκαρδιώνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία εγκαρδιωμένος
|
εγκαρδιωμένος, -η, -ο
|