ενδυναμωμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ενδυναμωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ενδυναμώνω
Μετοχή
επεξεργασίαενδυναμωμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη ενδυναμώνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία ενδυναμωμένος
|
ενδυναμωμένος, -η, -ο
|