Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
καμακωμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
καμακωμέν
ος
η
καμακωμέν
η
το
καμακωμέν
ο
γενική
του
καμακωμέν
ου
της
καμακωμέν
ης
του
καμακωμέν
ου
αιτιατική
τον
καμακωμέν
ο
την
καμακωμέν
η
το
καμακωμέν
ο
κλητική
καμακωμέν
ε
καμακωμέν
η
καμακωμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
καμακωμέν
οι
οι
καμακωμέν
ες
τα
καμακωμέν
α
γενική
των
καμακωμέν
ων
των
καμακωμέν
ων
των
καμακωμέν
ων
αιτιατική
τους
καμακωμέν
ους
τις
καμακωμέν
ες
τα
καμακωμέν
α
κλητική
καμακωμέν
οι
καμακωμέν
ες
καμακωμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
καμακωμένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
καμακώνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
καμακωμένος