εγκολπωμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εγκολπωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εγκολπώνομαι
Μετοχή
επεξεργασίαεγκολπωμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη εγκολπώνομαι
Μεταφράσεις
επεξεργασία εγκολπωμένος
|
εγκολπωμένος, -η, -ο
|