Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εγκολπωμένος η εγκολπωμένη το εγκολπωμένο
      γενική του εγκολπωμένου της εγκολπωμένης του εγκολπωμένου
    αιτιατική τον εγκολπωμένο την εγκολπωμένη το εγκολπωμένο
     κλητική εγκολπωμένε εγκολπωμένη εγκολπωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εγκολπωμένοι οι εγκολπωμένες τα εγκολπωμένα
      γενική των εγκολπωμένων των εγκολπωμένων των εγκολπωμένων
    αιτιατική τους εγκολπωμένους τις εγκολπωμένες τα εγκολπωμένα
     κλητική εγκολπωμένοι εγκολπωμένες εγκολπωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

εγκολπωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εγκολπώνομαι

  Μετοχή επεξεργασία

εγκολπωμένος, -η, -ο

→ δείτε τη λέξη εγκολπώνομαι

  Μεταφράσεις επεξεργασία