Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εκτονωμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
εκτονωμέν
ος
η
εκτονωμέν
η
το
εκτονωμέν
ο
γενική
του
εκτονωμέν
ου
της
εκτονωμέν
ης
του
εκτονωμέν
ου
αιτιατική
τον
εκτονωμέν
ο
την
εκτονωμέν
η
το
εκτονωμέν
ο
κλητική
εκτονωμέν
ε
εκτονωμέν
η
εκτονωμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
εκτονωμέν
οι
οι
εκτονωμέν
ες
τα
εκτονωμέν
α
γενική
των
εκτονωμέν
ων
των
εκτονωμέν
ων
των
εκτονωμέν
ων
αιτιατική
τους
εκτονωμέν
ους
τις
εκτονωμέν
ες
τα
εκτονωμέν
α
κλητική
εκτονωμέν
οι
εκτονωμέν
ες
εκτονωμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
εκτονωμένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
εκτονώνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εκτονωμένος