Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εκτονώνω < μεσαιωνική ελληνική ἐκτονόω / ἐκτονῶ < ελληνιστική κοινή τονόω / τονῶ < αρχαία ελληνική τόνος < τείνω < πρωτοελληνική teňňō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ten-ye- of *ten- ‎(τείνω)

  Ρήμα επεξεργασία

εκτονώνω

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία