↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανταμωμένος η ανταμωμένη το ανταμωμένο
      γενική του ανταμωμένου της ανταμωμένης του ανταμωμένου
    αιτιατική τον ανταμωμένο την ανταμωμένη το ανταμωμένο
     κλητική ανταμωμένε ανταμωμένη ανταμωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανταμωμένοι οι ανταμωμένες τα ανταμωμένα
      γενική των ανταμωμένων των ανταμωμένων των ανταμωμένων
    αιτιατική τους ανταμωμένους τις ανταμωμένες τα ανταμωμένα
     κλητική ανταμωμένοι ανταμωμένες ανταμωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ανταμωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ανταμώνω

ανταμωμένος, -η, -ο

→ δείτε τη λέξη ανταμώνω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία