ενανθρακωμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ενανθρακωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ενανθρακώνω
Μετοχή επεξεργασία
ενανθρακωμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη ενανθρακώνω
Μεταφράσεις επεξεργασία
ενανθρακωμένος
|
ενανθρακωμένος, -η, -ο
|