Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ενανθρακωμένος η ενανθρακωμένη το ενανθρακωμένο
      γενική του ενανθρακωμένου της ενανθρακωμένης του ενανθρακωμένου
    αιτιατική τον ενανθρακωμένο την ενανθρακωμένη το ενανθρακωμένο
     κλητική ενανθρακωμένε ενανθρακωμένη ενανθρακωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ενανθρακωμένοι οι ενανθρακωμένες τα ενανθρακωμένα
      γενική των ενανθρακωμένων των ενανθρακωμένων των ενανθρακωμένων
    αιτιατική τους ενανθρακωμένους τις ενανθρακωμένες τα ενανθρακωμένα
     κλητική ενανθρακωμένοι ενανθρακωμένες ενανθρακωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ενανθρακωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ενανθρακώνω

  Μετοχή επεξεργασία

ενανθρακωμένος, -η, -ο

→ δείτε τη λέξη ενανθρακώνω

  Μεταφράσεις επεξεργασία