ενανθρακώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαενανθρακώνω
- εισάγω άνθρακα σε μια μάζα σιδήρου ή κράματος σιδήρου, προκειμένου να αυξηθεί η σκληρότητα και να διευκολυνθεί η κατεργασία του
Συγγενικά
επεξεργασία- ενανθράκωση
- ενανθρακωτικός
- → δείτε τη λέξη άνθρακας
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ενανθρακώνω | ενανθράκωνα | θα ενανθρακώνω | να ενανθρακώνω | ενανθρακώνοντας | |
β' ενικ. | ενανθρακώνεις | ενανθράκωνες | θα ενανθρακώνεις | να ενανθρακώνεις | ενανθράκωνε | |
γ' ενικ. | ενανθρακώνει | ενανθράκωνε | θα ενανθρακώνει | να ενανθρακώνει | ||
α' πληθ. | ενανθρακώνουμε | ενανθρακώναμε | θα ενανθρακώνουμε | να ενανθρακώνουμε | ||
β' πληθ. | ενανθρακώνετε | ενανθρακώνατε | θα ενανθρακώνετε | να ενανθρακώνετε | ενανθρακώνετε | |
γ' πληθ. | ενανθρακώνουν(ε) | ενανθράκωναν ενανθρακώναν(ε) |
θα ενανθρακώνουν(ε) | να ενανθρακώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ενανθράκωσα | θα ενανθρακώσω | να ενανθρακώσω | ενανθρακώσει | ||
β' ενικ. | ενανθράκωσες | θα ενανθρακώσεις | να ενανθρακώσεις | ενανθράκωσε | ||
γ' ενικ. | ενανθράκωσε | θα ενανθρακώσει | να ενανθρακώσει | |||
α' πληθ. | ενανθρακώσαμε | θα ενανθρακώσουμε | να ενανθρακώσουμε | |||
β' πληθ. | ενανθρακώσατε | θα ενανθρακώσετε | να ενανθρακώσετε | ενανθρακώστε | ||
γ' πληθ. | ενανθράκωσαν ενανθρακώσαν(ε) |
θα ενανθρακώσουν(ε) | να ενανθρακώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ενανθρακώσει | είχα ενανθρακώσει | θα έχω ενανθρακώσει | να έχω ενανθρακώσει | ||
β' ενικ. | έχεις ενανθρακώσει | είχες ενανθρακώσει | θα έχεις ενανθρακώσει | να έχεις ενανθρακώσει | ||
γ' ενικ. | έχει ενανθρακώσει | είχε ενανθρακώσει | θα έχει ενανθρακώσει | να έχει ενανθρακώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ενανθρακώσει | είχαμε ενανθρακώσει | θα έχουμε ενανθρακώσει | να έχουμε ενανθρακώσει | ||
β' πληθ. | έχετε ενανθρακώσει | είχατε ενανθρακώσει | θα έχετε ενανθρακώσει | να έχετε ενανθρακώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ενανθρακώσει | είχαν ενανθρακώσει | θα έχουν ενανθρακώσει | να έχουν ενανθρακώσει |
|