Ετυμολογία

επεξεργασία
ενανθρακώνω < εν + άνθρακας + -ώνω ((μεταφραστικό δάνειο) (αγγλικά) carbonize)

ενανθρακώνω

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία