ενανθρακωτικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ενανθρακωτικός < ενανθρακώνω + -τικός
Επίθετο
επεξεργασίαενανθρακωτικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με την ενανθράκωση ή χρησιμοποιείται σ’ αυτή
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις ενανθρακώνω και άνθρακας
Μεταφράσεις
επεξεργασία ενανθρακωτικός
|