↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ενανθράκωση οι ενανθρακώσεις
      γενική της ενανθράκωσης* των ενανθρακώσεων
    αιτιατική την ενανθράκωση τις ενανθρακώσεις
     κλητική ενανθράκωση ενανθρακώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ενανθρακώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Κλίβανος ελεγχόμενος (από υπολογιστή) για εναζώτωση και ενανθράκωση χάλυβα.

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ενανθράκωση < ενανθρακώνω + -ση

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ενανθράκωση θηλυκό

  1. η εκούσια εισαγωγή άνθρακα σε μια μάζα σιδήρου ή κράματος σιδήρου, προκειμένου να αυξηθεί η σκληρότητα και να διευκολυνθεί η κατεργασία του
  2. η ακούσια μετατροπή του υδροξειδίου του ασβεστίου που υπάρχει στο σκυρόδεμα σε ανθρακικό ασβέστιο, κάτι που συμβάλλει στη διάβρωση του οπλισμού και κατ’ επέκταση του σκυροδέματος

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία