ενανθράκωση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ενανθράκωση | οι | ενανθρακώσεις |
γενική | της | ενανθράκωσης* | των | ενανθρακώσεων |
αιτιατική | την | ενανθράκωση | τις | ενανθρακώσεις |
κλητική | ενανθράκωση | ενανθρακώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ενανθρακώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ενανθράκωση < ενανθρακώνω + -ση
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενανθράκωση θηλυκό
- η εκούσια εισαγωγή άνθρακα σε μια μάζα σιδήρου ή κράματος σιδήρου, προκειμένου να αυξηθεί η σκληρότητα και να διευκολυνθεί η κατεργασία του
- η ακούσια μετατροπή του υδροξειδίου του ασβεστίου που υπάρχει στο σκυρόδεμα σε ανθρακικό ασβέστιο, κάτι που συμβάλλει στη διάβρωση του οπλισμού και κατ’ επέκταση του σκυροδέματος
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις ενανθρακώνω και άνθρακας
Μεταφράσεις
επεξεργασία ενανθράκωση