Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διατυπωμένος η διατυπωμένη το διατυπωμένο
      γενική του διατυπωμένου της διατυπωμένης του διατυπωμένου
    αιτιατική τον διατυπωμένο τη διατυπωμένη το διατυπωμένο
     κλητική διατυπωμένε διατυπωμένη διατυπωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διατυπωμένοι οι διατυπωμένες τα διατυπωμένα
      γενική των διατυπωμένων των διατυπωμένων των διατυπωμένων
    αιτιατική τους διατυπωμένους τις διατυπωμένες τα διατυπωμένα
     κλητική διατυπωμένοι διατυπωμένες διατυπωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

διατυπωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου διατυπώνω

  Μετοχή επεξεργασία

διατυπωμένος

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία