Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αποσωμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αποσωμέν
ος
η
αποσωμέν
η
το
αποσωμέν
ο
γενική
του
αποσωμέν
ου
της
αποσωμέν
ης
του
αποσωμέν
ου
αιτιατική
τον
αποσωμέν
ο
την
αποσωμέν
η
το
αποσωμέν
ο
κλητική
αποσωμέν
ε
αποσωμέν
η
αποσωμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αποσωμέν
οι
οι
αποσωμέν
ες
τα
αποσωμέν
α
γενική
των
αποσωμέν
ων
των
αποσωμέν
ων
των
αποσωμέν
ων
αιτιατική
τους
αποσωμέν
ους
τις
αποσωμέν
ες
τα
αποσωμέν
α
κλητική
αποσωμέν
οι
αποσωμέν
ες
αποσωμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
αποσωμένος
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
αποσώνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αποσωμένος