Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ασημωμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ασημωμέν
ος
η
ασημωμέν
η
το
ασημωμέν
ο
γενική
του
ασημωμέν
ου
της
ασημωμέν
ης
του
ασημωμέν
ου
αιτιατική
τον
ασημωμέν
ο
την
ασημωμέν
η
το
ασημωμέν
ο
κλητική
ασημωμέν
ε
ασημωμέν
η
ασημωμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ασημωμέν
οι
οι
ασημωμέν
ες
τα
ασημωμέν
α
γενική
των
ασημωμέν
ων
των
ασημωμέν
ων
των
ασημωμέν
ων
αιτιατική
τους
ασημωμέν
ους
τις
ασημωμέν
ες
τα
ασημωμέν
α
κλητική
ασημωμέν
οι
ασημωμέν
ες
ασημωμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
ασημωμένος
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
ασημώνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ασημωμένος