ασημώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ασημώνω < ασήμι + -ώνω
Ρήμα
επεξεργασίαασημώνω
- καλύπτω κάτι με λεπτή στρώση ασημιού ή το στολίζω με ελάσματα ή καλλιτεχνήματα από ασήμι
- δίνω σε κάτι τη λάμψη ή το χρώμα του ασημιού
- χαρίζω, κυρίως σε νύφη ή νεογέννητο μωρό, ασημένιο (ή και χρυσό) νόμισμα για καλή τύχη
- (λαϊκότροπο) δίνω χρήματα για να προβλέψει κάποιος τι πρόκειται να συμβεί στο μέλλον
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ασημώνω | ασήμωνα | θα ασημώνω | να ασημώνω | ασημώνοντας | |
β' ενικ. | ασημώνεις | ασήμωνες | θα ασημώνεις | να ασημώνεις | ασήμωνε | |
γ' ενικ. | ασημώνει | ασήμωνε | θα ασημώνει | να ασημώνει | ||
α' πληθ. | ασημώνουμε | ασημώναμε | θα ασημώνουμε | να ασημώνουμε | ||
β' πληθ. | ασημώνετε | ασημώνατε | θα ασημώνετε | να ασημώνετε | ασημώνετε | |
γ' πληθ. | ασημώνουν(ε) | ασήμωναν ασημώναν(ε) |
θα ασημώνουν(ε) | να ασημώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ασήμωσα | θα ασημώσω | να ασημώσω | ασημώσει | ||
β' ενικ. | ασήμωσες | θα ασημώσεις | να ασημώσεις | ασήμωσε | ||
γ' ενικ. | ασήμωσε | θα ασημώσει | να ασημώσει | |||
α' πληθ. | ασημώσαμε | θα ασημώσουμε | να ασημώσουμε | |||
β' πληθ. | ασημώσατε | θα ασημώσετε | να ασημώσετε | ασημώστε | ||
γ' πληθ. | ασήμωσαν ασημώσαν(ε) |
θα ασημώσουν(ε) | να ασημώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ασημώσει | είχα ασημώσει | θα έχω ασημώσει | να έχω ασημώσει | ||
β' ενικ. | έχεις ασημώσει | είχες ασημώσει | θα έχεις ασημώσει | να έχεις ασημώσει | ||
γ' ενικ. | έχει ασημώσει | είχε ασημώσει | θα έχει ασημώσει | να έχει ασημώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ασημώσει | είχαμε ασημώσει | θα έχουμε ασημώσει | να έχουμε ασημώσει | ||
β' πληθ. | έχετε ασημώσει | είχατε ασημώσει | θα έχετε ασημώσει | να έχετε ασημώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ασημώσει | είχαν ασημώσει | θα έχουν ασημώσει | να έχουν ασημώσει |
|