Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
δεξιωμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
δεξιωμέν
ος
η
δεξιωμέν
η
το
δεξιωμέν
ο
γενική
του
δεξιωμέν
ου
της
δεξιωμέν
ης
του
δεξιωμέν
ου
αιτιατική
τον
δεξιωμέν
ο
τη
δεξιωμέν
η
το
δεξιωμέν
ο
κλητική
δεξιωμέν
ε
δεξιωμέν
η
δεξιωμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
δεξιωμέν
οι
οι
δεξιωμέν
ες
τα
δεξιωμέν
α
γενική
των
δεξιωμέν
ων
των
δεξιωμέν
ων
των
δεξιωμέν
ων
αιτιατική
τους
δεξιωμέν
ους
τις
δεξιωμέν
ες
τα
δεξιωμέν
α
κλητική
δεξιωμέν
οι
δεξιωμέν
ες
δεξιωμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
δεξιωμένος
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
δεξιώνομαι
Μεταφράσεις
επεξεργασία
δεξιωμένος