δυναμωμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- δυναμωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου δυναμώνω
Μετοχή επεξεργασία
δυναμωμένος -η -ο
- που έχει δυναμώσει, ιδιαίτερα μετά από αρρώστια
Μεταφράσεις επεξεργασία
δυναμωμένος
|
δυναμωμένος -η -ο
|