Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
θολωμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
θολωμέν
ος
η
θολωμέν
η
το
θολωμέν
ο
γενική
του
θολωμέν
ου
της
θολωμέν
ης
του
θολωμέν
ου
αιτιατική
τον
θολωμέν
ο
τη
θολωμέν
η
το
θολωμέν
ο
κλητική
θολωμέν
ε
θολωμέν
η
θολωμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
θολωμέν
οι
οι
θολωμέν
ες
τα
θολωμέν
α
γενική
των
θολωμέν
ων
των
θολωμέν
ων
των
θολωμέν
ων
αιτιατική
τους
θολωμέν
ους
τις
θολωμέν
ες
τα
θολωμέν
α
κλητική
θολωμέν
οι
θολωμέν
ες
θολωμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
θολωμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
θολώνω
Μετοχή
επεξεργασία
θολωμένος, -η, -ο
→
δείτε
τη λέξη
θολώνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
θολωμένος
γαλλικά
:
troublé
(fr)
,
trouble
(fr)