εναντιωμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εναντιωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εναντιώνομαι
Μετοχή επεξεργασία
εναντιωμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη εναντιώνομαι
Μεταφράσεις επεξεργασία
εναντιωμένος
|
εναντιωμένος, -η, -ο
|