↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εναντιωμένος η εναντιωμένη το εναντιωμένο
      γενική του εναντιωμένου της εναντιωμένης του εναντιωμένου
    αιτιατική τον εναντιωμένο την εναντιωμένη το εναντιωμένο
     κλητική εναντιωμένε εναντιωμένη εναντιωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εναντιωμένοι οι εναντιωμένες τα εναντιωμένα
      γενική των εναντιωμένων των εναντιωμένων των εναντιωμένων
    αιτιατική τους εναντιωμένους τις εναντιωμένες τα εναντιωμένα
     κλητική εναντιωμένοι εναντιωμένες εναντιωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εναντιωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εναντιώνομαι

εναντιωμένος, -η, -ο

→ δείτε τη λέξη εναντιώνομαι

  Μεταφράσεις

επεξεργασία