εμψυχωμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εμψυχωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εμψυχώνω, εμψυχώνομαι
Μετοχή
επεξεργασίαεμψυχωμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη εμψυχώνομαι
Μεταφράσεις
επεξεργασία εμψυχωμένος
|
εμψυχωμένος, -η, -ο
|