Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εμψυχώνομαι
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
εμψυχώνομαι
,
π.αόρ
.:
εμψυχώθηκα
,
μτχ.π.π
.:
εμψυχωμένος
παθητική φωνή
του ρήματος
εμψυχώνω