Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ενορχηστρωμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ενορχηστρωμέν
ος
η
ενορχηστρωμέν
η
το
ενορχηστρωμέν
ο
γενική
του
ενορχηστρωμέν
ου
της
ενορχηστρωμέν
ης
του
ενορχηστρωμέν
ου
αιτιατική
τον
ενορχηστρωμέν
ο
την
ενορχηστρωμέν
η
το
ενορχηστρωμέν
ο
κλητική
ενορχηστρωμέν
ε
ενορχηστρωμέν
η
ενορχηστρωμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ενορχηστρωμέν
οι
οι
ενορχηστρωμέν
ες
τα
ενορχηστρωμέν
α
γενική
των
ενορχηστρωμέν
ων
των
ενορχηστρωμέν
ων
των
ενορχηστρωμέν
ων
αιτιατική
τους
ενορχηστρωμέν
ους
τις
ενορχηστρωμέν
ες
τα
ενορχηστρωμέν
α
κλητική
ενορχηστρωμέν
οι
ενορχηστρωμέν
ες
ενορχηστρωμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ενορχηστρωμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
ενορχηστρώνω
Μετοχή
επεξεργασία
ενορχηστρωμένος, -η, -ο
→
δείτε
τη λέξη
ενορχηστρώνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ενορχηστρωμένος
γαλλικά
:
orchestré
(fr)