Κλιτικός τύπος μετοχής

επεξεργασία

ενορχηστρωμένο αρσενικό ή ουδέτερο

  1. αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του ενορχηστρωμένος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του ενορχηστρωμένος