orchestré
TEST |
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | orchestré | orchestrés |
θηλυκό | orchestrée | orchestrées |
Ετυμολογία
επεξεργασία- orchestré < ρήμα orchestrer
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ɔʁ.kɛs.tʁe/
Μετοχή
επεξεργασίαorchestré (fr) αρσενικό
- παθητική μετοχή αορίστου του orchestrer, αρσενικού γένους, ενικού αριθμού· ενορχηστρωμένος