ενορχηστρωμένα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ενορχηστρωμένα < ενορχηστρωμένος + -α
Επίρρημα επεξεργασία
ενορχηστρωμένα
- με τρόπο που υποδηλώνει συντονισμό επιθετικών ενεργειών
Μεταφράσεις επεξεργασία
ενορχηστρωμένα
|
Κλιτικός τύπος μετοχής επεξεργασία
ενορχηστρωμένα ουδέτερο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους (ενορχηστρωμένο) του ενορχηστρωμένος