↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανορθωμένος η ανορθωμένη το ανορθωμένο
      γενική του ανορθωμένου της ανορθωμένης του ανορθωμένου
    αιτιατική τον ανορθωμένο την ανορθωμένη το ανορθωμένο
     κλητική ανορθωμένε ανορθωμένη ανορθωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανορθωμένοι οι ανορθωμένες τα ανορθωμένα
      γενική των ανορθωμένων των ανορθωμένων των ανορθωμένων
    αιτιατική τους ανορθωμένους τις ανορθωμένες τα ανορθωμένα
     κλητική ανορθωμένοι ανορθωμένες ανορθωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ανορθωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ανορθώνω

ανορθωμένος, -η, -ο

→ δείτε τη λέξη ανορθώνω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία