Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αυλακωμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αυλακωμέν
ος
η
αυλακωμέν
η
το
αυλακωμέν
ο
γενική
του
αυλακωμέν
ου
της
αυλακωμέν
ης
του
αυλακωμέν
ου
αιτιατική
τον
αυλακωμέν
ο
την
αυλακωμέν
η
το
αυλακωμέν
ο
κλητική
αυλακωμέν
ε
αυλακωμέν
η
αυλακωμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αυλακωμέν
οι
οι
αυλακωμέν
ες
τα
αυλακωμέν
α
γενική
των
αυλακωμέν
ων
των
αυλακωμέν
ων
των
αυλακωμέν
ων
αιτιατική
τους
αυλακωμέν
ους
τις
αυλακωμέν
ες
τα
αυλακωμέν
α
κλητική
αυλακωμέν
οι
αυλακωμέν
ες
αυλακωμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
αυλακωμένος
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
αυλακώνω
αυλακωμένοι
κίονες,
αυλακωμένες
κολόνες
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αυλακωμένος
αγγλικά
:
fluted
(en)