↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αποθαλασσωμένος η αποθαλασσωμένη το αποθαλασσωμένο
      γενική του αποθαλασσωμένου της αποθαλασσωμένης του αποθαλασσωμένου
    αιτιατική τον αποθαλασσωμένο την αποθαλασσωμένη το αποθαλασσωμένο
     κλητική αποθαλασσωμένε αποθαλασσωμένη αποθαλασσωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αποθαλασσωμένοι οι αποθαλασσωμένες τα αποθαλασσωμένα
      γενική των αποθαλασσωμένων των αποθαλασσωμένων των αποθαλασσωμένων
    αιτιατική τους αποθαλασσωμένους τις αποθαλασσωμένες τα αποθαλασσωμένα
     κλητική αποθαλασσωμένοι αποθαλασσωμένες αποθαλασσωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αποθαλασσωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αποθαλασσώνομαι

αποθαλασσωμένος, -η, -ο

→ δείτε τη λέξη αποθαλασσώνομαι

  Μεταφράσεις

επεξεργασία