δαγκωμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- δαγκωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος δαγκώνω
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ðaŋ.ɡoˈme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δα‐γκω‐μέ‐νος
Μετοχή επεξεργασία
δαγκωμένος
- που τον έχουν δαγκώσει
- που φέρεται με επιφύλαξη και ενοχή επειδή έχει αντιληφθεί ένα σοβαρό λάθος του
Μεταφράσεις επεξεργασία
δαγκωμένος
|