Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των σελίδων που χρειάζονται επιμέλεια και έλεγχο
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού.

Για έλεγχο. για τις σημασίες --sarri.greek (συζήτηση) 19:42, 18 Απριλίου 2019 (UTC).


  Ετυμολογία

επεξεργασία
πεφυσιωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος φυσιόω < φῦσα με διπλή σημασία

πεφυσιωμένος -η, -ον

  1. είμαι φυσιολογικά (εκ φύσεως) διακείμενος, έχει γίνει δεύτερη φύση μου, είναι παγιωμένο, ριζωμένο
    ※  4oς αιώνας πκε Αριστοτέλης, Κατηγορίαι, 8.3 p.21 @scaife.perseus
    διάκειται μὲν γάρ πως κατὰ ταύτας ὁ ἄνθρωπος, ταχὺ δὲ μεταβάλλει ἐκ θερμοῦ ψυχρὸς γενόμενος καὶ ἐκ τοῦ ὑγιαίνειν εἰς τὸ νοσεῖν, ὡσαύτως δὲ καὶ ἐπὶ τῶν ἄλλων, εἰ μή τις καὶ αὐτῶν τούτων τυγχάνοι διὰ χρόνου πλῆθος ἤδη πεφυσιωμένη καὶ ἀνίατος ἢ πάνυ δυσκίνητος οὖσα, ἣν ἄν τις ἴσως ἕξιν ἤδη προσαγορεύοι.
  2. γεμάτος έπαρση, αλαζόνας
    ※  1ος/2ος αιώνας κε Καινή Διαθήκη, Προς Κορινθίους Α', 5.2 @scaife.perseus
    καὶ ὑμεῖς πεφυσιωμένοι ἐστέ, καὶ οὐχὶ μᾶλλον ἐπενθήσατε, ἵνα ἀρθῇ ἐκ μέσου ὑμῶν ὁ τὸ ἔργον τοῦτο πράξας;
    Και εσείς, αντί να κηρύξετε πένθος, για να φύγει από ανάμεσά σας αυτός που έκανε αυτή την πράξι, εξακολουθείτε να είστε φουσκωμένοι από υπερηφάνεια!
    Μετάφραση: Νικόλαος Σωτηρόπουλος, @archive.org